νεάκης
Look at other dictionaries:
νεάκης — νεάκης, ες (Α) βλ. νεήκης … Dictionary of Greek
νεήκης — νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, ες (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ ήκης, ευ ήκης. Το η τού τ. (αντί άκης) οφείλεται στη… … Dictionary of Greek